μεπροβαμάτη

μεπροβαμάτη
η
(φαρμ.) ονομασία τού δικαρβαμικού εστέρα τής 2-μεθυλο-2-n-προπυλο-1,3-προπανοδιόλης, ο οποίος παλαιότερα χρησιμοποιούνταν ως ηρεμιστικό σε ψυχονευρωτικές καταστάσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψυχοτρόπα φάρμακα — Χημικές ουσίες που έχουν την ιδιότητα να επηρεάζουν τις ψυχικές διεργασίες του ανθρώπου και τη συμπεριφορά των ζώων. Πρακτικά πρόκειται για μια μεγάλη κατηγορία ουσιών, με εξαιρετικά ποικίλη χημική δομή, που έχουν την κοινή ιδιότητα πρόσκαιρης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”